- καταλογέας
- ο (Α καταλογεύς) [κατάλογος]νεοελλ.αυτός που καταγράφει σε κατάλογο, καταγραφέας, ο ταξινόμοςαρχ.ο υπεύθυνος για την καταγραφή τών ονομάτων τών πολιτών σε κατάλογο για τη στρατιωτική τους θητεία ή άλλη δημόσια υπηρεσία.
Dictionary of Greek. 2013.